χοιραδικός

χοιραδικός
η , ό[ν] золотушный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χοιραδικός" в других словарях:

  • χοιραδικός — ή, ό / χοιραδικός, ή, όν, ΝΑ [χοιράς, άδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις χοιράδες, στα οιδήματα τών αδένων τού λαιμού νεοελλ. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χοιράδωση αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χοιραδικόν είδος φαρμάκου …   Dictionary of Greek

  • χοιραδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις χοιράδες. 2. αυτός που πάσχει από χοιράδωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοιραδικά — χοιραδικός suffering from neut nom/voc/acc pl χοιραδικά̱ , χοιραδικός suffering from fem nom/voc/acc dual χοιραδικά̱ , χοιραδικός suffering from fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιραδικόν — χοιραδικός suffering from masc acc sg χοιραδικός suffering from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιραδικοί — χοιραδικός suffering from masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιραδικούς — χοιραδικός suffering from masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιραδική — χοιραδικός suffering from fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»